Στη σκιά του δρεπανιού
τεντωμένο τόξο
δίκοπο μαχαίρι
η ελευθερία.
Δένεται κόμπος το αίμα
κι η γνώση ωριμάζει.
Προδότες και προδομένοι
ίδιες ευθύνες
ίση μοιρασιά του καιρού-μου.
Το λυκόφως του συμβιβασμού
κάνει τις φλέβες της ανοχής
διάφανες.
Καθρέφτης η σιωπή
κραυγή του πόνου
έγινε κομμάτια.
Η σκιά-σου τώρα
μες στο αίμα
ως εδώ ήταν ο ύπνος-σου.
ΑΘΕΑΤΗ ΔΥΝΑΜΗ
Μέσα σε μια κούπα κρασί
δυο σταγόνες όλες κι όλες
πρόδωσαν το πέταγμα του περιστεριού
αυλή πορεία της ματιάς
χωρίς διέξοδο προδιαγραφής
προς την αθέατη δύναμη
των κατατρεγμένων
προς τις παλάμες
που κτίζουν τη σκέπη του κόσμου.
ΤΟ ΧΡΕΟΣ
Κάθε νύκτα το ίδιο χρέος.
Δικαιώνομαι μες στην αγωνία-μου
φορώ τη φορεσιά του αύριο
ζω καθημερινά το «θαύμα» του καιρού-μου.
Η κραυγή της άρνησης
διαλύει τις ψεύτικες υποσχέσεις
ξίφος στη σάρκα των ενόχων.
Χαράζω συνθήματα με τα νύχια.
Μετά το σκοτάδι
το φως.
Το μακρινό με το κοντινό
συμπίπτουν.
Ξεθωριάζει η θύμηση
έξω από τη σκιά του χρόνου.
ΕΓΩ Η ΠΕΤΡΑ...(2008)
Εγώ η πέτρα
η αχορτάριαστη
κατρακυλώ μες στους αιώνες
ίδια η συνείδηση του ανθρώπου
βουβή κάτω από το νερό
ως την έκταση του φωτός.
Ύστερα έμαθα τη γλώσσα
των ανθρώπων
των πουλιών
και των φυτών
τις αιώνιες λέξεις
των μακρινών προγόνων.
Έγινα ο λυγμός του περιστεριού
ταξίδεψα ανάμεσα στους αστερισμούς
περνώντας από συμπληγάδες.
Εγώ η πέτρα
η πρωτόγονη
επιβίωσα πέραν της υποψίας
του χρόνου
για να φυλάω μέσα μου
τη μνήμη των αιώνων.
Γεννήθηκα σε τούτο το πετροκάραβο
που άραξε εδώ
που σμίγουν οι ανέμοι
στο πέρασμα των άγριων καιρών.
Γεννήθηκα τότε που η θάλασσα
χαμήλωνε κι άφησε πάνω μου
γαντζωμένα όστρακα
να προδίδουν την ηλικία του χρόνου.
Με μόνη συντροφιά μου τη σιωπή
άναψα φωτιά στους πρώτους ναυαγούς
στους πρώτους εξόριστους ναυτικούς.
Έσμιξα με τη ρίζα της ελιάς
και τους έθρεφα με λάδι.
Τρύγησα τ’ αμπέλι
και τους μέθυσα για πρώτη φορά.
Κι ήρθαν έμποροι
να γευτούν τα δώρα τούτα της γης μου
ήρθαν φουσάτα αλλόχθονα
να τ' αρπάξουνε με βία.
Τότε άκουσα το ποδοβολητό τους
κι ανατρίχιασα.
Τότε είδα να στριφογυρίζουν
δρεπανηφόρα άρματα
σε χρυσούς κάμπους
κι αρνήθηκα την υποταγή τους.
Από τότε πέρασαν
αιώνες πολλοί
κι έγινα στων πλουσίων τα δώματα
λαμπρό πετράδι
σε βασιλιάδων διάδημα.
Σύμβολο εξουσίας και ιριδισμών
μεταμόρφωση.
Εγώ η πέτρα
η παντοτινή
αναδύομαι από τα έγκατα της γης
και σκορπώ φωτιά
καίω φλάμπουρα και πανιά
των εχθρών μου.
Κι ύστερα βουλιάζω
μες στο παμπάλαιο νερό
και γίνομαι σκληρό κοφτερό μαχαίρι
στα σπλάχνα των τεράτων.
Εγώ η πέτρα
η αγκωνάρικη
αφουγκράζομαι τους κτύπους
της γης μου.
Φυλάω μέσα μου τη μνήμη
τόσων ταξιδιών του νου.
Κάνω κύκλους στο νερό
μετρώ τις ρυτίδες του χρόνου
αποστραγγίζω τα κοχύλια
προσεύχομαι μέσα στην τεφρότητα
των οριζόντων
να ‘ναι το ξημέρωμα μια φορεσιά γαλήνης.
Εγώ η πέτρα
η πρωτεϊκή
άφησα τους προγόνους μου
σε μακρινούς γαλαξίες.
Ταξιδεύω με την ηχώ
του χρόνου
περνώ μεσ' από τη σιωπή
των αιθέρων
γίνομαι αιώνια γέννηση
του φωτός
καιόμενη βάτος
εύφλεκτη αγρύπνια.
Πλάθω συνεχώς
την ιστορία
κρατώ επτασφράγιστα
μυστικά.
Χύνω κρασί
στα στήθια της θεάς
κι οι θηλές της
στάζουν έρωτα.
Το αγνόσυρτο βήμα της
πάνω στα νοτισμένα βότσαλα
ασημοτρέμει σαν λέπι γοργόνας.
Αγκαλιάζω τα γόνατά της
προσκυνώ την αρχέγονη κοίτη
αγιογραφώ
την ισόβια σπατάλη
την αμβροσία
του σώματος.
Εγώ η πέτρα
η απρόβλεπτη
αγαπώ τα μονοπάτια
που κατεβαίνουν φιδίσια
αγγίζοντας
ακρωτηριασμένα αγάλματα.
Το βλέμμα κατηφορίζει
σαν καλπασμός ανέμου
που φηλαφεί
το μίσχο της αυγής
την ευωδιά της λεβάντας
υφαίνοντας
κρυφούς πόθους
αλλιώτικες ιστορίες
μύθους και θρύλους
για άφθαρτους βωμούς
αιωνόβιων θεών.
Εγώ η πέτρα
η ακατάλυτη
από τότε που υπάρχω
γίνομαι τελεία θαυμαστικού
σε ρίμες αγάπης
λαχτάρα του εραστή
μάτι της μνήμης
νεύρο του ζώου
υδάτινο πέρασμα
μυστηριώδης φωνή
τυλιγμένη στ’ άμφια
της μήτρας
σε κόλπους σκοτεινούς
γαλβανίζοντας τις αισθήσεις
κεντώντας τον ιστό
της φύτρας μου
που θάλλει σαν όρκος.
Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ (2012)
Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ Μ' ΕΝΑ ΚΟΧΥΛΙ
Η σιωπή με φέρνει
σ' εκείνο το ακροθαλάσσι
που κάποτε αγκάλιασα
το δέλτα του σώματος σου.
Ένα γυμνό κοχύλι
ανάσκελα κοιτάζει τη σελήνη
ορθάνοικτο
ροδόχρωμο αιδοίο
να μπαινοβγαίνει μέσα του
ο πάλλευκος αφρός
σαν υδάτινο σπέρμα.
Το ανασηκώνω στα χέρια μου
το ακουμπώ στο αυτί μου
ν' αφουγκραστώ
τα τόσα που έχει να μου πει.
Για πολυτάξιδες γοργόνες
με την ακόρεστη περιέργεια στα χείλη
για νύμφες που χορεύουν ρυθμικά
κτυπώντας όστρακα
να ξορκίσουν άλιους δαίμονες
για μέδουσες που κτενίζουν
τα φιδίσια μαλλιά τους
μπροστά σ' εκτυφλωτικό κάτοπτρο
έτοιμες
να μεταλάβουν το πάθος της σάρκας.
Μικρό γυμνό κοχύλι
γεννήθηκες από μήτρα υγρή
με την αρχέγονη αγωνία
ν' αντιμάχεσαι τον ανελέητο
εναγκαλισμό του ενστίκτου.
Ξεπήδησες από σκοτεινή σπηλιά
και ντύθηκες γαλάζιο φως
για να πορευθείς
ανάμεσα στις ράγες
μιας πέμπτης εποχής.
Μικρό άσπιλο κοχύλι
τίποτα πιο διαυγές
από τα μάτια σου
μαβιά του πόθου ανταύγεια.
Λαμπρό ανάκλιντρο
σε προσμένει
ανάμεσα στ' άλικα κοράλλια
.
Καταδύεσαι
με χείλι τρεμάμενο
ψιθυρίζοντας υμέναιους
στο βάθος της έκστασης.
Υφαίνεις αόρατο δίκτυ
να κρατήσεις
στο διάσελο του στήθους
την ευλογία του έρωτα.
Μικρό ηδονικό κοχύλι
αξιέραστο σαν την Ερατώ
καλοί δαίμονες φυσούν την κόγχη
καλούν κοντά σου
μειλίχια δελφίνια
ιχθυόμορφες θεότητες
να σε συνοδεύσουν
στον όρμο
της μεγάλης σύναξης των κυμάτων.
Η Ψαμάθη θωπεύει την υγρή άμμο
να υποδεκτεί το άμωμό σου σώμα.
Η Σπειώ λαξεύει στους βράχους
νυμφικό κρεβάτι.
Η εύπλοια Αφροδίτη
σε στεφανώνει με πέταλα
από άνθος αστρικό.
Μικρό προμηθεϊκό κοχύλι
με πυρακτωμένη σμίλη
σκαλίζεις στίχους
σε λίθινες δέλτους
να τις μεταφέρουν
εχινόδερμοι ιππόκαμποι
και φτερωτοί Πήγασοι
σε υγρά δώματα
εκεί που κατοικούν
η Χρυσίππη, η Μενίππη και η ίπποθόη.
Στίχοι που γίνονται ευθύς
ρίμες θηλυκωμένες
με σεντεφένιες χορδές
γλυκόλαλης λύρας
που ακουμπά στα στήθια
της Υπερίππης, της Ιππομέδουσας και της Ιππονόης.
Με οπάλλινο καλέμι
εγχαράσσεις σύμβολα
σε νοτισμένη άμμο
για να τ 'αγκιστρώσουν
στα ράμφη τους θαλασσοπούλια
να τα ταξιδέψουν
στο απάνεμο ρείθρο
των μαστών της Ηιόνης
τη ζήλεια σκορπώντας
στην Κυματολήγη και την Κυμώ
την Κυμοδόκη και την Κυμοθόη
που στέλνουν
αφρισμένο κύμα
να τα σβήσει.
Απιθώνω
το καλλίπυγο σώμα σου
ανάμεσα σ' έωλους εραστές
πάνω σε ανάστροφη θυμέλη
να το ζώνουν
αιχμηροί πυράκανθοι
να το τυλίγουν
αποψιλωμένοι θύρσοι
να το κατακλύζουν
λευκές χαίτες κυμάτων.
Μικρό ισόβιο κοχύλι
μια πέμπτη εποχή
σαν έξαρση στο χρώμα του νεφρίτη
διεγείρει την αίσθηση της ηδονής
που εκβάλλει
σε καθαρτήριους κόλπους.
Μια πέμπτη εποχή
σαν λύτρωση
στο χρώμα του σμαραγδιού
ιερουργεί
τη ζώσα ουσία της ηδονής
που εισχωρεί
στο λαβύρινθο της σιωπής.
Ρόδα ακτινωτή
σε τέθριππο άρμα
ακολουθεί την πορεία
της πέμπτης εποχής
ανάμεσα σε υδάτινους βραχίονες.
Αστρικό ανάβρυσμα
κωπηλατεί αέναα
μες στους κόρφους ιερής εστίας
που κυοφορεί το σπέρμα
του αναπόδραστου
ως έσχατη προσδοκία
της κάθαρσης
ως έσχατη προσήλωση
στην αιρετική μου μοίρα.
Ο Θεοδόσης Νικολάου (Πάφος 10/3/1930-Λευκωσία 8/2/2004) σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παιδαγωγικά στο Λονδίνο. Ύστερα από τις σπουδές του εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πόλης και της επαρχίας Aμμοχώστου έως το 1974.[1] Mετά την κατάληψη της πόλης από τους Tούρκους, για μικρό διάστημα, διέμεινε με την οικογένειά του στο Παραλίμνι και λίγο αργότερα εγκαταστάθηκε στη Λάρνακα.Τη δεκαετία του 1950 δημοσιεύτηκαν ποιήματά του στο λογοτεχνικό περιοδικό Κυπριακά Γράμματα και το 1958 δημοσιεύτηκε η συλλογή διηγημάτων του Ρίζες στα χώματα. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: Πεπραγμένα (1980)· Εικόνες (1988)· Το σπίτι (α΄ εκδ. 1993, β΄ εκδ. 2002)
ΕΙΚΟΝΕΣ
(1998)
ΖΕΣΤΗ ΜΕΡΑ TOΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Όλα τα χρώματα είναι ωραία
Και όλα τα χρώματα είναι αγνά.
Γυρίζουν οι εποχές και εκθέτουν
Τις ζωγραφιές της γης
Καμωμένες με άνθη.
Το μαύρο βλέμμα της παπαρούνας
Μέσ’ από τα κόκκινα πέπλα των φρουρών
του,
Η θάλασσα των σταχιών
Που ξεδιπλώνει κίτρινα τα κύματά της
Μέσα στο καλοκαίρι.
Και η άλλη, η άλλη θάλασσα η μεγάλη
Με τα λευκά και τα γαλάζια των γαλάζιων
Ως τη χάλκινη κραυγή που αφήνει
Το φύλλο της χαρουπιάς
.Δροσίζοντας την κεφαλή των ανθρώπων.
Το τόξο του ουρανού τα αναλαμβάνει
Και πλυμένα από τη βροχή
Τα ταξινομεί.
Η ευαισθησία όμως για το λευκό
Δεν είναι γιατί λευκές είναι οι
φτερούγες
Και λευκή η στολή των Αγγέλων.
Καθίσαμε κάποτε στον ποταμό της
Αλβιόνος.
Εκεί μήτε κλάψαμε, μήτε γελάσαμε
Μήτε ρωτηθήκαμε, μήτε απαντήσαμε.
Το νερό του ποταμού κυλά
’Αλλά στην όαση φτάνει μια γκρίζα
ακινησία.
Την κίνηση την αντιλαμβάνεσαι μονάχα
Με τα πανιά των καραβιών πού ταξιδεύουν
Ή όταν ένα σώμα παρασύρεται
Και συλλογίζεσαι πώς αυτό το σώμα
Μπορεί να είναι το δικό σου σώμα.
Κι εκεί που δεν υπήρχε τίποτα
Παρά μόνο μια έρημος
Κι εσύ μόνος μέσα στην έρημο γυμνός,
Όπου με λύσσα μάχονται οι τέσσερεις
ανέμοι
Κουβαλώντας στα φτερά τους την παγωνιά,
Αντήχησε
Γλυκύτατη, αγαπημένη, οικεία
Η φωνή.
«Τα μάτια σου ακόμα συντηρούν τη λάσπη
Και δεν βλέπεις γύρω σου τούς ποταμούς
του ελέους
Δεν βλέπεις τη βροχή της αγάπης.
Πάρε τα ιμάτια μου και κρύψε τη γύμνωσή
σου.»
Τότε απέραντα από τον ουρανό
ξετυλίγονταν
Ιμάτια λευκά, και αναδιπλώνονταν —
Γέμισε η γη με χιόνι.
Το χιόνι ανεβαίνει στα δέντρα
Ανεβαίνει ίσαμε την καρδιά σου
Το θάλπος της αγάπης τη ζεσταίνει.
Πάνω στα σκουριασμένα κλωνάρια της
αμυγδαλιάς
Ανεβαίνουν χιλιάδες λευκές πεταλούδες.
Πάνω στη σκουριασμένη ψυχή μας
ξεπετάγονται
Χιλιάδες λευκοί ανθοί ωσάν το χιόνι.
Εδώ στο κράτος του θανάτου λαμπροφορεί
η ζωή
Και η οπτασία της ανθισμένης αμυγδαλιάς
Γαληνεύει το χειμώνα και το πνεύμα σου.
ΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Στον
Φοίβο Σταυρίδη
Α’
Γελούν όσοι δεν άκουσαν την ηχώ
Των σταθερών βημάτων. Μα ποιός θ’ ακούσει
Μέσα στην ταραχή και τις φωνές του κόσμου;
Ασθμαίνουμε για ν’ αυξήσουμε την αγάπη μας
Για ό,τι θηρεύει η αίσθηση κι αιχμαλωτίζει.
Και η ψυχή συντετριμμένη σαν κοχύλια πάνω στα λάφυρά μας,
Που η θάλασσα στο τέλος, με ακατάπαυστη κίνηση ελαφρύνει
Και στην άμμο εναποθέτει.
Ἢ το ενισχυμένο χέρι άλλες φορές
Με στρίψιμο επιδέξιο
Αποσπά μ’ ευκολία από το βράχο.
Είδα τον καπετάνιο να γελά
Με την πίπα του στο στόμα να καπνίζει
Ενώ το καράβι του βούλιαζε.
Γελούν ακόμα γιατί δεν έχουν κατεβεί
Σκαλί σκαλί τη σκάλα
Και δεν λεηλατήθηκε η ακοή τους
Από τα σκουριασμένα σιδερικά καθώς χτυπούσαν
Σε σιδερικά. Δεν έχουν ακούσει τα κλειδιά
Να γυρίζουν δυο και τρεις φορές στις κλειδαριές.
Κι εκείνες τις φωνές του πόνου να μαυρίζουν
Μέσα στις απέραντες κάμαρες το σκότος
Δεν άκουσαν.
Αν ξέραμε
Ίσως πάνω στα χείλη μας θ’ άνθιζε
Ένα πικρό μικρό χαμόγελο μονάχα
Όπως αυτό που βλέπεις στο πρόσωπο των αγαλμάτων
Γραμμένο από τους Έλληνες τεχνίτες
Τον καιρό που ερωτεύονταν τις πέτρες.
Β'
Ο ήλιος ρίχνει τα μαλλιά του από ψηλά
Και οι πέτρες κοκκινίζουν από τις γλώσσες της φωτιάς·
Λιποθυμά το χόρτο και γέρνει μέσα στον καπνό.
Όμως αυτή την κώχη δεν την πιάνει.
Όπως ο σπουργίτης διατηρεί απόσταση ασφαλείας
Από το πλησίασμα παιδιού με το πέταγμά του
Έτσι οι έλικες στην άμιλλα τους προχωρούν
Και βρίσκουν τόπο για ν’ απλώσει τα φύλλα του το αμπέλι
Τόπο για τη στερεομετρία της ταξιανθίας
Και ύστερα δροσιά για τον καρπό
Στην αιώρα των ανέμων. |
Δροσιά ακόμα και για την οχιά
Όταν τυλίγεται επάνω του με φρόνηση.
Άλογα τρέχουν χρεμετίζοντας
Κι ανάμεσα τους το πιο ευγενικό και ωραίο
Το τριανταφυλλί άλογο διακρίνεις.
Τόσο ελαφρό
Ελευθερωμένο τώρα από το βάρος της σοφίας
Που λες δεν τρέχει αυτό
Αλλά πετά.
Γ
Η γνώση διδάσκει την ταπείνωση
Κρούοντας αθέατες χορδές
Και γεμίζοντας τον αιθέρα με ήχους
Που μήτε το ρεύμα που τρέχει,
Μήτε το φύλλο που ψιθυρίζει
Μήτε και το κρυφό αηδόνι
Έχει γνωρίσει.
Συλλαβίζουμε και τα χρόνια περνούν
Κι εμείς μαθητές ανεπίδεκτοι μαθήσεως
Δεν μπορούμε να πάμε στην άλλη σελίδα.
Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος του φωτός
Πρέπει στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς να βάλουμε
Την ίδια ποσότητα του σκότους.
Έτσι για να χαρούμε τη χάρη της χορηγίας
Πρέπει τα δάκτυλά μας
Να ψηλαφήσουν το περίγραμμα της απουσίας της.
Αυτό το μάθημα
Είναι το μέγιστον μάθημα.
Δ’
Τα τέσσερα σημεία της οικουμένης
Άρκτος, Δύση, Ανατολή και Μεσημβρία
Είναι οι δρόμοι των ανέμων που κυλούν
Για ν’ αλλάζουν τις όψεις του προσώπου της.
Αινίγματα για την απογείωση του λογισμού
Φτερά στα όνειρα για να βιάζουν
Τις κλειστές θύρες.
Αν σας απογυμνώνω
Είναι γιατί μέσα στην ψυχή μου υπερεκχειλίζει η αγάπη
Αν σας απογυμνώνω
Είναι για ν’ αποζητήσετε τη λαμπρή στολή,
Για τη μεγάλη γιορτή που πλησιάζει.
Ε'
Ιδού λοιπόν και η λίμνη.
Χωρίς επιθυμίες, χωρίς όνειρα
Για να ξυπνά τις μυστικές επιθυμίες
Και όνειρα παλαιά ν’ ανακαινίζει.
Η λίμνη αφήνει γύρω τα βουνά και το τοπίο
Να κατοικούν μες στα νερά της.
Ποιο είναι το είδωλο, και ποιο είναι το αντικείμενο
Ποιο είναι αυτό που υπάρχει και ποιά η σκιά του;
Δεν μπορείς να πεις
Ούτε ακόμα και στη φωτογραφία
Που τη γυρίζεις πάνω κάτω μες στα χέρια σου.
Σύννεφο κυλά τριανταφυλλί
Ταράζει την επιφάνεια τού νερού
Κι ευθύς διαμελίζεται σ’ αμέτρητα πουλιά
Που κοιμούνται και ονειρεύονται ταξίδια,
Σκύβεις διψασμένος
Μα το νερό
Ξεφεύγει από τα δάχτυλα αλμυρό.
Όμως αυτή η ωραία μορφή που ενατενίζεις
Είναι το πρόσωπό σου
Που το βλέπεις τώρα μέσα στην ομορφιά του ουρανού
Και είναι ανάγκη να το αγαπήσεις
Για ν’ απαλείψεις έτσι τις ρυτίδες και τα σημάδια της
φθοράς.
Γιατί και η λίμνη φεύγει με την αποδημία των πουλιών
Και απομένει μια λευκή έκταση
Που αστράφτει και τυφλώνει, την δράση.
Γι’ αυτό βύθισε το βλέμμα σου μέσα στο γαλάζιο
Καθώς ξεδιπλώνεται απαλό πάνω από την κεφαλή σου
Κι άφησε τούς υιούς των υποζυγίων
Συντρίβοντας τον καθρέφτη που σκληρύνεται
Να τρυγούν με υπομονή τον λευκό καρπό της.
ΑΠΟΓΡΑΦΗ
Το προηγούμενο βράδυ έβρεξε βατράχους.
Κραυγή της φύσης για να υπενθυμίσει, το άλλο πρόσωπό της
Που αναπνέει μέσα στο σκοτάδι.
Ο άνεμος σηκώνει το νερό από τις λίμνες
Ταξιδεύοντάς το μέσα σε αόρατο κι απέραντο δοχείο
Πάνω από τα βουνά, τους κάμπους και τις πολιτείες.
Σηκώνει το νερό εξαντλημένο από τη νοσταλγία
Της περιπέτειας, μαζί με τους ενοίκους του
Και όταν τα δάχτυλά του κουραστούν το αφήνει
Και πέφτει βροχή με μάτια που πηδά και που κοάζει.
Ό διαφωτισμός έχει εγκαθιδρύσει παντού τις ηλεκτρικές του
εγκαταστάσεις.
Στρίβεις το διακόπτη και ικανοποιείς την περιέργειά σου.
Το πνεύμα σου σαν πολυέλαιος πάμφωτος
Από εκατό κεριά, τον ύπνο περιμένει να τα σβήσει.
Και όμως ό τυφλός του ευαγγελίου δεν αμάρτησε
Ούτε αυτός, ούτε οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός.
Ήταν μονάχα για να μεγαλυνθεί η δόξα του Κυρίου.
Τα παγώνια στολίζουν τα βυζαντινά μας χειρόγραφα.
Ελαφρύνουν το βάρος της ομορφιάς τους ακατάπαυστα
Σκύβοντας μέσα στο νερό.
Τη δίψα τους δεν μπορούν να ξεδιψάσουν.
Είναι φορές που δεξιπλώνουν τη δόξα τους
Και λάμπουν τα πράσινα και τα γαλάζια βλέμματά τους
Ανάμεσα σε ερείπια, οραμάτων και προσευχών
Ακρωτηριασμένα ανθέμια και κολόνες σπασμένες
Που δεν βυθίστηκαν ακόμα μες στο χώμα.
Όταν όμως έρθει η νύχτα κωπηλατούν με τα φτερά τους
Αποσείουν τη σκόνη και τη μυρωδιά του καιρού
Και με αντιπαροχή την ανέσπερη δόξα τους
Γίνονται κραυγές μέσα στο σκοτάδι.
Οι κραυγές σχίζουν τί νύχτα όπως ο υφασματοπώλης
Τα παλιά τα χρόνια τραβώντας μια κλωστή
Έσχιζε το ύφασμα σε δυο κομμάτια.
Τί θέλουν μέσα στο σκοτάδι; Τί ψηλαφούν μέσα στο σκοτάδι;
Το σκότος δεν μπορούν να το τρομάξουν
Τρομάζουν μόνο την ψυχή μας και δεν την αφήνουν
Να κλείσει μάτι έστω και για μια στιγμή.
Τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη, πρέπει εν κατακλείδι να
αναφέρω
Πως έπεφτε ψιλή, γλυκιά,
χρωματιστή βροχή
Πάνω στο πρόσωπό μας και μέσα στα μαλλιά μας.
Αίσθημα οικείο όσο παράδοξο κι ανεξήγητο.
Σκίρτημα ζαρκαδιού μες στην ψυχή μας
Που μας έκαμνε να περπατούμε
Πάνω στις στέγες των σπιτιών αντί στους δρόμους.
ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ
Οι επισκέπτες τριγυρίζουν μες στην αίθουσα·
Βλέπουν στους τοίχους τις εικόνες
Συνομιλούν και σχολιάζουν.
«Ο τεχνίτης πρέπει να δίνει σάρκα και οστά στα οράματα
του·
Από τα έργα απουσιάζει παντελώς η φρίκη του Θανάτου.
Τι θέση έχουν τα πουλιά, τί δέντρα, τα τοπία αυτά τα
ειδυλλιακά
Την ώρα που η βία ωμή περνά και μας καταπατά;»
Μα όταν το βράδυ
σβήσει τα φώτα ο φύλακας
Και στερεώσει το μοχλό στην πόρτα
Ανοίγουν το ράμφος τα πουλιά
Και η άδεια αίθουσα αντηχεί από ένα κλάμα
Σαν
νι μοιρολογούν όλα μαζί την
Αντριανόπολη.
Κι ακόμα όταν σηκώνεται ο άνεμος τη νύχτα
Την αίθουσα αυτή δεν αγνοεί. Πνέει
Και σείει τα φύλλα των δέντρων στις εικόνες.
Ένας στεναγμός ακούεται μέσα στους τέσσερεις τοίχους
Ίδιος με το θρήνο της Εκάβης
Που μαζί με τις άλλες Τρωαδίτισσες ζητούσαν
Μέσα στη λεηλατημένη Τροία τα παιδιά τους.
Φαίνεται πως δεν έχει σημασία το τί αλλά το πώς.
ΜΝΗΜΗ
Όταν ήμαστε παιδιά μάς έλεγαν πως πρέπει να σιωπούμε
Για να μπορούν ν’ ακούονται οι μεγάλοι
Που συζητούν για υποθέσεις σοβαρές.
Μας έλεγαν να μη μιλούμε στο τηλέφωνο
Γιατί δεν είναι το τηλέφωνο παιχνίδι για παιδιά•
Είναι κι αυτό αναγκαίο για τους μεγάλους
Και μάλιστα για πράγματα ουσιώδη.
Και άλλα πολλά μας έλεγαν
Που εστένευαν την απεραντοσύνη του κόσμου.
Ο λυγμός κατέβαζε τα βλέφαρα βαριά
Ενώ ο ύπνος στέγνωνε στο μάγουλο μια βούλα από δάκρυα.
Μιλήσαμε τέλος στο τηλέφωνο όταν μάθαμε τα περί ήχου•
Ότι δηλαδή ο ουρανός είναι μια άλλη θάλασσα
Με κύματα που σπάζουν ή που σβήνουν κι αυτά στην ακοή.
Μιλήσαμε όταν στην άλλη άκρη της γραμμής
Δεν μπορούσε να είναι ούτε ο λύκος
Ούτε η αρκούδα, ούτε ο πρίγκιπας
Ούτε ο Αϊ-Βασίλης με το μυροβόλο ραβδί
Και τα περδίκια αγαπημένα με τα λευκά περιστέρια
Να σμίγουν τους κελαηδισμούς τους.
Τώρα που μάθαμε τι λέγουν οι μεγάλοι
Αφού γίναμε κι εμείς μεγάλοι πια,
Καταλάβαμε ακόμα και γιατί δεν μπορεί ο κόσμος
Να ησυχάσει μια στιγμή.
Και είναι τώρα πράγματι η ώρα για να κλαις
ΕΞΗΓΗΤΗΣ ΕΝΥΠΝΙΩΝ
Όταν κοίταξες τον ουρανό
Τ’ αστέρια σου φάνηκαν
Αιχμές από πυρφόρα βέλη
Που κατευθύνονταν με στόχο την καρδιά σου.
Γι’ αυτό φοβάσαι το σκοτάδι.
Κι’ όμως μονάχα μια
διάτρητη καρδιά
Μπορεί να γεμίσει από αγάπη.
ΚΡΥΦΗ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ
Φώτης Κόντογλου ο Κυδωνιεὺς
Άριστος τεχνίτης του λόγου κατά τους ζωγράφους
αλλ’ όχι και ζωγράφος
Εξαίσιος ζωγράφος κατά τους τεχνίτες του λόγου
ἀλλ’ όχι και τεχνίτης του λόγου
Οπωσδήποτε όμως οχληρός και για τις δυο τάξεις
Ήταν ο ελάχιστος αδελφός
Που το μέγεθος της αγάπης του για το κύριο αλλά
και το ουτιδανό
Έφερνε σε αμηχανία αυτούς που έχουν τη μανία
Να διαιρούν και να ταξινομούν.
Γιατί εκτός από όλα αυτά τα παρεμφερή
Πάνοπλος με όλα τα σύνεργα της κηπευτικής
Έπαιρνε τους ερημικούς λοφίσκους της Αττικής
Και φρόντιζε τα πυρίπνοα και ποικιλόχρωμά τους άνθη.
Ήταν φορές που άνοιγε μονοπάτια για εύκολη πρόσβαση
Ἢ με την παλάμη του έκοβε το κρύο, τον άνεμο, τη ζέστη,
Παραμέριζε τους ακανθώδεις θάμνους και άνοιγε
Χαραμάδες μυστικές για τη σαύρα, την αράχνη
Το χελιδόνι, τη μέλισσα και τ’ άλλα.
«Άνθρωποι και κτήνη
Ζουζούνια και μαμούνια
Κι όλα τα φτερωτά•
Αγγέλοι κι αρχαγγέλοι.»
Μιλά για κάτι ρημοκλήσια ξεχασμένα
Καταφυγή για καθετί
που υπάρχει κι αναπνέει
Ραντίδα γλυκασμού στην άνυδρη τη γη και την ψυχή μας.
ΕΡΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τον αγάπησε γιατί είχε μαύρα μάτια
Και τα μάτια του πέταγαν σπίθες.
Την αγάπησε γιατί μια πλεξούδα χρυσή των μαλλιών της
Κυμάτιζε πάνω στο μέτωπό της.
Σμίξανε τα βήματά τους
Σμίξανε τις ψυχές και τα σώματα.
Μια πυρκαγιά τότε φούντωσε
Που δεν μπορούσε να σβήσει
Παρά μονάχα στη στάκτη.
Τί ωραία όμως που έτρεχαν οι φλόγες κατά μήκος
του ουρανού.
Τί ωραία που λαφυραγωγούσαν το σκοτάδι.
ΓΗΡΑΣΚΩ Δ’ ΑΙΕΙ ΠΟΛΛΑ ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΟΣ
Η ωραία κόρη που ζούσε στο σπίτι αντικρύ
Άπλωνε τα χέρια κι άγγιζε τις καρέκλες,
Τα τραπέζια, και γενικά όλα τα αντικείμενα.
Πάνω στα δάχτυλά της άναβε μια μικρή σπίθα
Και μέσα στην παλάμη της έβλεπε το χαμόγελο των ανθρώπων.
Οι τυφλοί ψηλαφούν και βρίσκουν το δρόμο τους.
Και όταν είδες στη μέση της εκκλησίας
Την εικόνα με γράμματα παράξενα
Που δεν μπορούσε εύκολα ένα παιδί να διαβάσει
Η ΨΗΛΑΦΗΣΙΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ, και άκουσες
Και τον ίδιο υστέρα να λέγει
Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού
Τον τύπον των ήλων και βάλω
Τον δάκτυλον μου εις τον τύπον των ήλων
Και
βάλω
Την χείρα μου εις την πλευράν αυτού . . .
Τόσο λυπήθηκες
Πού δεν μπορούσες να κρατήσεις τα δάκρυα.
Και τώρα υστέρα από τόσα χρόνια
Τόσο
διάβασμα και γνώση
Ανακαλύπτεις πως δεν ήταν τυφλός.
Γηράσκω δ’ αιεί πολλά διδασκόμενος.
Όμως συλλογίζομαι κι αναρωτιέμαι:
Ποιά πληροφορία είναι η ορθή από τις δύο.
Ήταν ο Θωμάς τυφλός ή δεν ήταν τυφλός;
Γιατί μου φαίνεται πως η πρώτη λανθασμένη γνώση
Ίσως να είναι και η μόνη αληθινή,
Και στην πραγματικότητα ήταν ένας τυφλός
Όχι μόνο στα μάτια
Άλλα και στ’ αυτιά, στο νου και στην καρδιά του
Αυτός που είχε ακούσει ένα δάσο από ελιές
Να μουρμουρίζει με φωνές ασημένιες
Για τους πραείς και τους πενθούντας
Τους πτωχούς τω πνεύματι και τους καθαρούς τη καρδία
Και δεν κατάλαβε.- Και τί κατάλαβε
Που είδε το τέρας της θάλασσας
Να χτυπιέται, και σφαδάζοντας
Να υποχωρεί στα υποβρύχια άντρα
Και τις φτερούγες των άνεμων να λιώνουν σαν από κερί;
Ήταν τυφλός και θα ’μενε τυφλός
Αν οι γλώσσες της φωτιάς
Δεν του έγλειφαν τα φθαρμένα όργανα των αισθήσεων του
Μαζί με το πρόσκαιρο ενδιαίτημα της ψυχής του.
ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
A'
Όλοι μας περιμένουμε να μιλήσει η Ιστορία.
Για να μιλήσει όμως κανείς πρέπει να δει
Το ουράνιο τόξο να γεφυρώνει την ομορφιά του κόσμου
Πρέπει ν’ ακούσει τη βροχή που κυλά
Πάνω στο αυγινό στέλεχος του σταριού
Και την ερωτική φλυαρία των κυκλάμινων,
Στον ουρανίσκο το μέλι της οπώρας
Και να κρατήσει στη φούχτα του πρέπει το νερό της
θαλάσσης.
Ανοίγουμε λάκκους στη γη, μα γιατί;
Ανοίγουμε λάκκους μέσα στο σκοτάδι.
Γιατί;
Η Ιστορία είναι βέβαια απασχολημένη τριγυρίζοντας
Μέσα στα πεδία των μαχών και τους υπόγειους διαδρόμους
που
ανοίγει η άβυσσος του νου.
Παραγγέλλει πρώτα στις μέρες
Να νίψουν τα αρματωμένα πρόσωπα
Παραγγέλλει στον Απρίλη και στ’ άλλα λαμπρά παλληκάρια
Ν’ αφαιρέσουν τη φρίκη ράβοντας το δέρμα
Συγκολλώντας τα σπασμένα κόκκαλα των νηπίων
Επιδιορθώνοντας και τοποθετώντας πάλι
Στις κόγχες του προσώπου τα πεσμένα μάτια.
Τότε μπορεί να γίνει η αναστήλωση των εικόνων
Στο ξυλόγλυπτο τέμπλο των ψυχών μας.
Μα όταν λάβει καιρό χρονοτριβεί
Συγχύζοντας το βήμα της σε δρόμους που πήρε
Παραπλανημένη από οδόσημα που δεν οδηγούν πουθενά.
Τέλος όταν έρθει η ώρα να μιλήσει
Μιλά με γενικότητες και στατιστικές
Ενώ η λεπτομέρεια υποκύπτει και μηδενίζεται.
Αυτό που έχει σημασία είναι το επίτευγμα,
Όπως η ήρεμη επιφάνεια του ποταμού που κυλά
Αποκρύπτει την απεγνωσμένη πάλη των πρώτων κινήσεων.
Κι ακόμα όταν έρθει η ώρα να μιλήσει
Εμείς δεν είμαστε πια εκεί για ν’ ακούσουμε
Κι αυτοί που ακούουν δεν ενδιαφέρονται πως
Η μάχη ετράπη εις απλήν σφαγήν,
Ήτις μηδεμίαν ποιούσα διάκρισιν
Μεταξύ Βενέτων και Πρασίνων
Διήρκεσεν επί ώρας πολλάς, και έπήνεγκε
Τον θάνατον τριάκοντα χιλιάδων ανθρώπων.
Όμως τη φωνή του Γιάννη μέσ’ από τη σκόνη
που σήκωνε το χώμα
«Μη με θάβετε, είμαι ακόμα ζωντανός»,
Ποιος θα καταγράψει,
Τώρα που εκραταιώθη η εξουσία του βασιλέως
Και όλα τα πράγματα μπήκανε σε τάξη;
Β'
Ο άνθρωπος που έρχεται από την Ανατολή
δίνει, το χέρι στον άνθρωπο που έρχεται από τη Δύση.
Το νερό του ποταμού είναι ρευστό
Αλλά έρχεται ώρα που περνώντας κάτω από υπερυψούμενα τόξα
Πήζει, και στήνεται το πανηγύρι
Με τραγούδια και χρωματιστές ενδυμασίες.
Τρεις ποντικοί, τρεις ποντικοί, για δέστε τους πώς τρέχουν
Τα μάτια τους μοιάζουν κεριά σβησμένα που καπνίζουν.
Ένα μικρό τριαντάφυλλο π’ ανθίζει μες στον κάμπο
Κόρη πανέμορφη ξυπνά με τη μοσκοβολιά του.
Ρίχνουν χιόνι ο ένας επάνω στον άλλο και γελούν
Ρίχνουν πέτρες ο ένας επάνω στον άλλο και σιωπούν
Ρίχνουν βόμβες ο ένας επάνω στον άλλο
Βόμβες ναπάλμ
Και φωνή εν Ραμά ηκούσθη
Θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού
Ραχήλ αποκλαιομένη ουκ ήθελε παύσασθαι
Επί τοις υιοίς αυτής, ότι ουκ εισί.
Όλοι βουλιάζουν μέσα στον ποταμό
Που αγριεύει και χάνονται.
Δεν υπάρχουν τώρα οι αλλαγές των εποχών.
Οι μέρες που περνούν είναι ίδιες με τη νύχτα.
Είναι ο καιρός της σιωπής, είναι ο καιρός της κυοφορίας
Αναμένεται η γέννηση του μεγάλου Ήρωα.
Μαντήλι από μετάξι με κρόσσια χρυσάφια
Και χέρια, δυνατά για ν’ αντέχουν στα γυρίσματα του χορού.
Αυτός θα δείξει τον κρυφό δρόμο
Φτάνοντας στην καρδιά και την αταραξία της πέτρας.
Και πάλι το πανηγύρι με τραγούδια
Χρώματα και χτυπήματα
Πάνω στο πηχτό νερό
Χτυπήματα πάνω στο δώμα του θανάτου
Καί ο καταποντισμός μέσα στις γλώσσες των κυμάτων
Ακαταπαύστως.
Γιατί ο ήρωας βέβαια λάμπει
Αλλά λάμπει μονάχα από μια προκαθορισμένη γωνία.
Από τις άλλες ζει μέσα στα σκιά που ρίχνει το δικό του φώς
Ενώ το πρόσωπο του Αγίου ακτινοβολεί στον αιώνα
Ορατό από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης
Όπως ο μικρός θεός των ναυτικών
Που βασιλεύει στων ουρά της Μικράς Άρκτου.
ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΑΡΙΟ
-Α, τα σπίτια μας, τα σπίτια μας
Πέτρες πάνω σε πέτρες και ξερός ο πηλός ανάμεσα τους
Χωρίς χρώμα, παρά μόνο το χρώμα της γης
Δειλά, λιτά και απέριττα
Που πρέπει να τους δώσεις το χέρι
Για να σου μιλήσουν.
Φίδια φαρμακερά χιλιάδες χρόνια
Τα πολιορκούν μα δεν μπορούν να τα πατήσουν.
Το θυμάρι στο στόμιο της υδρίας
0 δυόσμος, ο βασιλικός και το δεντρολίβανο
Προεκτείνουν το μικρό εμβαδόν
Πέρα σε χωράφια και κήπους
Όπου ο ήλιος πυρώνει και το φεγγάρι δροσίζει.
Οι ένοικοι ξυπνούν το πρωί, κοιτάζουν το ρολόι στον ουρανό
Περιποιούνται τ’ αμπέλι, κλαδεύουν το λιόδεντρο
Την ώρα που πρέπει ζευγαρώνουν
Και πάλι το ίδιο και το ίδιο απαράλλακτα όλες τις μέρες
Ωσότου στεγνώσει ο ιδρώτας πια στο σώμα
Και ξαπλώνουν στο ξύλινο κλινάρι
Περιμένοντας την άλλη αυγή που θα σωπάσουν τα πουλιά
Για ν’ ακουστεί ο μεταλλικός ήχος των σαλπίγγων.
Τότε όλοι μαζί αρχίζουν τη φυτεία μες στο χώμα
Που τα δάκρυα των ανθρώπων των γενεών πού έχουν περάσει
Και των άλλων που θα ’ρθουν το μαλακώνουν,
σίγουροι πια την ώρα της συγκομιδής για την καρποφορία.
Και οι περιλειπόμενοι επιστρέφουν
Ωσάν να ήταν η πρώτη μέρα του Μαγιού από εκδρομή
Άλλα ενώ πλησιάζουν στον τόπο από οπού ξεκίνησαν
Αίφνης σταματούν. Κάμνουν μεταβολή
Κι ολοένα μικραίνουν μέσα στη σιγή που επικρατεί.
Μικρές πλαγγόνες από κερί και φαντασία
Όπως αυτές που βλέπεις στις προθήκες των μουσείων
Για να τις παίρνουν στο χέρια
Οι θυγατέρες της Νύχτας και να παίζουν. . .
Σε λίγο όμως και πάλι το μέγεθος τους ξαναπαίρνουν
Τινάζουν το χώμα από τα πόδια
Και συνεχίζουν την πορεία.
ΑΜΗΧΑΝΟΝ ΚΑΛΛΟΣ
Και τί θα γίνει με τον Ανθέμιο Καλοκαίρη;
Αν λογαριάσουμε το έτος πού βγήκε μες στον κόσμο
Χωρίς αμφιβολία μέσα στην πιο παλιά γενιά ταξινομείται.
Όμως από το χρόνο που κάνει την ουσιαστική του παρουσία
Στη νέα γενιά των ποιητών συναριθμείτε.
Μεσήλιξ με γκρίζα μαλλιά και γκρίζα σκέψη
Αναπαλαιώνει τα καινούρια κι' ανανεώνει τα παλιά
Αλλά μέσα στο έαρ των εφήβων, μέσα στα τερετίσματα των ρόδων
Ακούεται η φωνή του αν όχι βέβαια παράφωνη
Οπωσδήποτε όμως κάπως ξένη.
Οι εποχές όμως διαβαίνουν και χάνονται στην άβυσσο
Αλλά μέσα στο χώμα τούτο που πατούμε
Οι σπόροι έχουν το δικό τους το ρυθμό
Κι αθέατες οι ρίζες στο σκοτάδι
Βρίσκουν το δρόμο φωτεινό και προχωρούν.
Και η ποίηση;
Και η ποίηση ίσως δεν είναι μήτε ο κύκνος
Αλλά η σιγή που επιβάλλει προχωρώντας στο νερό του ποταμού
Ή μπορεί μονάχα ένα φτερό
Από τη συντετριμμένη ομορφιά του.
Ένα φτερό πού χρόνια τώρα ταξιδεύει με τον άνεμο που πνέει
Και φτάνει κάποτε στην όρασή σου
Και μπορείς τότε να μαντέψεις με υπομονή αλλά και τόλμη
Με λογισμό και με όνειρό
Το χρυσάφι των μαλλιών της
Και το ασήμι του προσώπου της
Και την κίνηση της κνήμης
Αυτής που κάποτε έφερε το όνομα. Αγησιχόρα.
ΦΩΝΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ
Όταν έφτασε στο φύλλο του ουρανού
Η Περικτιόνη που τον μάθαινε
Μέσα στη νύχτα τις πρώτες ν’ αρθρώνει συλλαβές
Υψώνοντας το χέρι είπε·
«Ώ παί, αυτή η σελήνη εστί.
Η σελήνη καλή εστί.
Ω παί, ούτοι οι αστέρες εισί.»
Κι όταν υστέρα από χρόνια κάποια νύχτα
Άνοιγε στα κτυπήματα την πόρτα
Γέμισε το σπίτι από φως σαν να ’ταν μεσημέρι.
« Είμαι ή Ψάπφα.» Κι υψώνοντας κι αυτή το χέρι
Έδειχνε τον ουρανό και μελωδούσε
« . . . άστερες μεν αμφί κάλαν σελάνναν
Αψ αποκρύπτοισι φάεννον είδος
Όπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπηι
Γαν ...»
Είπε κι έφυγε. Όμως ο Πλάτων
Μέσ’ από τους χειμάρρους των ματιών του
Ώρες πολλές στεκόταν κι ατένιζε την ομορφιά
Λες και για πρώτη φορά έβλεπε το φεγγάρι
Λες και για πρώτη φορά έβλεπε τ’ άστρα.
Κι είναι γι’ αυτό που δεν μπορώ να εννοήσω
Γιατί τούτο το τραυλό όμως εν τέλει καλλικέλαδο αηδόνι